κρεολικός

κρεολικός
-ή, -ό [κρεολός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρεολούς (α. «κρεολικά χαρακτηριστικά» β. «κρεολικά γλωσσικά ιδιώματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρεολικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στους κρεολούς: Φυσιογνωμία κρεολική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεολός — ή, ό 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κρεολός, η κρεολή άτομο από Ευρωπαίους γονείς που γεννήθηκε και ανατράφηκε αρχικά στις Αντίλλες, έπειτα σε οποιαδήποτε από τις ισπανικές, γαλλικές ή πορτογαλικές κτήσεις, σε αντιδιαστολή προς όσους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”